ηλιοκεντρικός

ηλιοκεντρικός
ηλιοκεντρικός, -ή, -ό αυτός που θεωρεί τον Ήλιο ως κέντρο κοσμικού συστήματος: Ηλιοκεντρικό σύστημα. – Ηλιοκεντρική θεωρία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ηλιοκεντρικός — ή, ό αυτός που θεωρεί τον ήλιο ως κέντρο τού κόσμου («ηλιοκεντρικό σύστημα», «ηλιοκεντρικές συντεταγμένες»). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. heliocentric < helio (πρβλ. ηλιο *) + centric (πρβλ. κεντρικός < κέντρο). Η λ. μαρτυρείται από… …   Dictionary of Greek

  • ηλιο- — (AM ἡλιο ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό: α) προκαλείται ή προέρχεται από τον ήλιο (πρβλ. ηλιόκα(υ)μα, ηλιοφάνεια) θ) ανήκει ή αναφέρεται στον ήλιο (πρβλ. ηλιοβασίλεμα) γ) μοιάζει, λάμπει ή καίει σαν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”